παραλλάσσω

παραλλάσσω
ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν
1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.)
2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς γλώτταις», Στράβ.)
νεοελλ.
ναυτ. (για πλοίο) πλέω κοντά σε ένα σημείο τής ακτής με τέτοιο τρόπο ώστε η γραμμή πλεύσης μου και η γραμμή σκόπευσης τού σημείου να τέμνονται καθέτως
1| (μσν.-αρχ.) γίνομαι μεγαλύτερος ως προς την ηλικία, μεγαλώνω
αρχ.
1. αλλάζω διαδοχικά τη θέση πραγμάτων που βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο
2. μεταβάλλω κάτι προς το χειρότερο, χειροτερεύω
3. διαστρέφω («παραλλάσσειν τὸν λόγον», Χρυσ.)
4. περνώ κοντά ή πέρα από έναν τόπο («ἐπεὶ δὲ παρήλλαξαν οἱ πρῶτοι τὴν ἐνέδραν», Ξεν.)
5. αποφεύγω, ξεφεύγω
6. απαλλάσσομαι από κάτι
7. υπερέχω, υπερτερώ
8. (για δρόμους, υπονόμους κ.λπ.) περνώ κοντά ή κάτω από κάποιον άλλο ξεκινώντας από αντίθετη κατεύθυνση και χωρίς ποτέ να διασταρώνομαι με αυτόν («πόροι παραλλάττοντες», Αριστοτ.)
9. βγαίνω από τα όρια, παρεκτρέπομαι («παραλλάξαι τοῡ σκοποῡ καὶ ἁμαρτεῑν», Πλάτ.)
10. (για τον άνεμο) αλλάζω φορά, διεύθυνση
11. ξεφεύγω από την πορεία μου, εκτρέπομαι από την ευθεία οδό, λοξοδρομώ («παραλλάξαντι ἐξ Ἀβύδου ὡς ἐπὶ τὴν Προποντίδα», Στράβ.)
12. θορυβούμαι, σαστίζω, τά χάνω
13. αλλοιώνομαι προς το χειρότερο, εκφυλίζομαι, καταντώ («παρήλλαττεν εἰς μοναρχίαν ἐπαχθῆ», Πλούτ.)
14. εξαφανίζομαι
15. είμαι ανώτερος από κάποιον ως προς κάτι («τῃ διαφορᾷ τοῡ καθοπλισμοῡ πρὸς τὴν χρείαν παραλλάττων», Πολ.)
16. (γεωμ.) (για σχήμ.) συμπίπτω όταν εφαρμόζομαι
17. αστρον. παρουσιάζω παράλλαξη
18. μτφ. παραφρονώ («παραλλάττειν φρενῶν», Λυσ.)
19. παθ. παραλλάσσομαι
α) (για άκρα σπασμένων οστών) βρίσκομαι το ένα πάνω στο άλλο
β) μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι
20. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ παρηλλαχότες
αυτοί που έχουν μεταβάλει τον χαρακτήρα τους
21. (η μτχ. ουδ. ενεργ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ παρηλλαχός
το ευμετάβλητο
22. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παρηλλαγμένος, -η, -ον
α) παράδοξος
β) ιδιόρρυθμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραλλάσσω — cause to alternate pres subj act 1st sg παραλλάσσω cause to alternate pres ind act 1st sg παραλλάσσω cause to alternate pres subj act 1st sg παραλλάσσω cause to alternate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάσσω — παραλλάσσω, παράλλαξα, παραλλαγμένος βλ. πίν. 27 και πρβλ. παραλλάζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλλάξουσι — παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 3rd pl (epic) παραλλάσσω cause to alternate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραλλάσσω cause to alternate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παραλλάσσω cause to alternate… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάξουσιν — παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 3rd pl (epic) παραλλάσσω cause to alternate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραλλάσσω cause to alternate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παραλλάσσω cause to alternate… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάσσῃ — παραλλάσσω cause to alternate pres subj mp 2nd sg παραλλάσσω cause to alternate pres ind mp 2nd sg παραλλάσσω cause to alternate pres subj act 3rd sg παραλλάσσω cause to alternate pres subj mp 2nd sg παραλλάσσω cause to alternate pres ind mp 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάττῃ — παραλλάσσω cause to alternate pres subj mp 2nd sg (attic) παραλλάσσω cause to alternate pres ind mp 2nd sg (attic) παραλλάσσω cause to alternate pres subj act 3rd sg (attic) παραλλάσσω cause to alternate pres subj mp 2nd sg (attic) παραλλάσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάξομαι — παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid 1st sg (epic) παραλλάσσω cause to alternate fut ind mid 1st sg παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid 1st sg (epic) παραλλάσσω cause to alternate fut ind mid 1st sg παρᾱλλάξομαι , παραλλάσσω cause… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάξομεν — παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 1st pl (epic) παραλλάσσω cause to alternate fut ind act 1st pl παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 1st pl (epic) παραλλάσσω cause to alternate fut ind act 1st pl παρᾱλλάξομεν , παραλλάσσω cause… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάττομεν — παραλλάσσω cause to alternate pres ind act 1st pl (attic) παρᾱλλάττομεν , παραλλάσσω cause to alternate imperf ind act 1st pl (attic doric aeolic) παραλλάσσω cause to alternate pres ind act 1st pl (attic doric aeolic) παραλλάσσομεν , παραλλάσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλαξάντων — παραλλάσσω cause to alternate aor part act masc/neut gen pl παραλλάσσω cause to alternate aor imperat act 3rd pl παραλλάσσω cause to alternate aor part act masc/neut gen pl παραλλάσσω cause to alternate aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”